- καταβόλιασμα
- τοη πράξη και το αποτέλεσμα του καταβολιάζω, πολλαπλασιασμός φυτού με καταβολάδες: Είναι ειδικός στο καταβόλιασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταβόλιασμα — το [καταβολιάζω] το καταβόλεμα* … Dictionary of Greek
γονάτισμα — το (Μ γονάτισμα) [γονατίζω] πτώση στα γόνατα, γονυκλισία νεοελλ. 1. κατάπτωση σωματική ή ψυχική 2. (για φυτά) καταβόλιασμα … Dictionary of Greek